εξαναγκασμένος — η, ο (μτχ. παθ. παρακμ. τού εξαναγκάζω) 1. αυτός που γίνεται ή επιβάλλεται από ανάγκη, ο εξαναγκαστικός, ο ακούσιος 2. αυτός που κάνει κάτι χωρίς τη θέλησή του ή από ανάγκη 3. φυσ. «εξαναγκασμένη ταλάντωση» η ταλάντωση που προκύπτει όταν μια… … Dictionary of Greek
ιδιοσυχνότητα — Η χαρακτηριστική συχνότητα της αρμονικής ταλάντωσης ενός συστήματος, όταν αυτό εκτελεί ελεύθερη ταλάντωση. Στην αρμονική ταλάντωση μιας σφαίρας που συγκρατείται από ελατήριο, η ι. ν είναι , όπου m η μάζα της σφαίρας και D η λεγόμενη σταθερά… … Dictionary of Greek
εξαναγκασμένες ταλαντώσεις — Η κίνηση ενός συστήματος, ικανού να εκτελέσει ελεύθερη ταλάντωση, όταν επιδράσει σε αυτό μία εξωτερική περιοδική δύναμη. Οι ταλαντώσεις που παράγονται με αυτό τον τρόπο έχουν τη συχνότητα της εξωτερικής δύναμης και όχι τη φυσική συχνότητα… … Dictionary of Greek
ιδιοπερίοδος — Η περίοδος της αρμονικής ταλάντωσης ενός σώματος που εκτελεί ελεύθερη ταλάντωση, δηλαδή ταλαντώνεται χωρίς συνεχή εξωτερική δύναμη διέγερσης και με μηδενική απόσβεση. Η ι. αποτελεί χαρακτηριστικό του συστήματος και είναι αντίστροφο μέγεθος προς… … Dictionary of Greek
ακουστική — Το σύνολο των φαινομένων που έχει σχέση με την ακοή. Επίσης, επιστήμη η οποία έχει ως αντικείμενό της το σύνολο των φαινομένων, που έχουν σχέση με τις ελαστικές ταλαντώσεις και περιλαμβάνει: 1) Το τμήμα της φυσικής που εξετάζειτα ηχητικά… … Dictionary of Greek
εκκρεμές — Κάθε σώμα που μπορεί να ταλαντεύεται, υπό την επίδραση του βάρους του, γύρω από άξονα (φυσικό ή σύνθετο ε.). Το απλόιδανικόμαθηματικό ε. αποτελείται από ένα υλικό σημείο Α (πρακτικά ένα σιδερένιο σφαιρίδιο), κρεμασμένο σε νήμα (το οποίο δεν είναι … Dictionary of Greek
εκπομπή — Η παραγωγή και η εξαπόλυση ενέργειας από κάποια πηγή· η μετάδοση προγράμματος από ραδιοφωνικό ή τηλεοπτικό πομπό. ε. ακτινοβολίας. Ε. ακτινοβόλου ενέργειας, που μεταδίδεται με ηλεκτρομαγνητικά κύματα. Προέρχεται από ηλεκτρικά φορτία και οφείλεται … Dictionary of Greek